τορνευτικός, -ή

τορνευτικός, -ή
1. αυτός που έχει σχέση με τον τορνευτή: Τορνευτική εργασία.
2. το θηλ. ως ουσ., τορνευτική, η η τέχνη του τορνευτή, του τορναδόρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τορνευτικός — ή, ό / τορνευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τορνεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η τορνευτική η τέχνη τού τορνευτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”